- όρνυμι
- ὄρνυμι και ὀρνύω (Α)(επικ., ποιητ. τ.)1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι3. (σχετικά με ζώο) διώχνω4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.)5. μέσ. ὄρνυμαια) ορμώ με μανία εναντίον κάποιου, επιτίθεμαιβ) σηκώνομαι από το κρεβάτιγ) ετοιμάζομαι ή αρχίζω να κάνω κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *er- «θέτω σε κίνηση, εγείρω». Ο ενεστ. ὄρ-νυμι εντάσσεται στην κατηγορία εκείνη τών ενεστ. σε -νυμι (< ΙΕ *-n-eu-mi / -n-u-mi) που παρουσιάζουν δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -ο- (πρβλ. στόρ-νυμι, θόρ-νυμι αντί τού αναμενόμενου θάρνυμι που μαρτυρείται από τον Ησύχιο, όλλυμι, ομόργνυμι). Η σύνδεση τού ρήματος, με το αρχ. ινδ. rnoti (με ο προερχόμενο από eu) οδηγεί στο να υποθέσουμε ότι το ορ- ανάγεται σε συνεσταλμένη βαθμίδα, η αντιπροσώπευση όμως τού φωνηεντικού -r με ορ- δεν ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στον αναμενόμενο φωνηεντισμό τής ρίζας όπως στα ρήματα ἄρ-νυμαι, πτάρ-νυμαι. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο φωνηεντισμός ορ- έχει προέλθει από φωνητική ρύθμιση μακρού συλλαβικού ημίφωνου: r > ωρ > ορ (πρβλ. στόρνυμι: στρωτός). Κατ' άλλη άποψη, το φωνήεν -ο- οφείλεται σε αναλογική επίδραση από τον φωνηεντισμό τού αορίστου, ο οποίος με τη σειρά του εμφανίζει φωνήεν -ο- που παρατηρείται και σε άλλους αορίστους (πρβλ. ολέσαι, μολείν) όχι απαραίτητα υστερογενείς. Το ρ. ὄρνυμι μπορεί να συνδεθεί επίσης με χεττιτ. arnumi, το οποίο ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας. Τον ίδιο φωνηεντισμό με το ὄρνυμι εμφανίζει και ο αόρ. ὤρουσα, απ' όπου ο ενεστ. ὀρούω, που θυμίζει τον σχηματισμό τών κολούω, κρούω κ.λπ., όπως επίσης και ο επικός ενεστωτικός τ. ὀρέομαι. Ο φωνηεντισμός -ε- τής απαθούς βαθμίδας τής ρίζας μαρτυρείται πιθ. στο μυκην. α' συνθετικό Ερτι- (πρβλ. etirawo), στα σύνθ. ανθρωπωνύμια σε -έρτης (πρβλ. Λαέρτης), στο ρ. ἐρέθω* «ερεθίζω, εγείρω» και στις γλώσσες ἔρετοὡρμήθη, ἔρσεοδιεγείρω, ἔρσῃὁρμήσῃ. Η σύνδεση, τέλος, τού ρήματος με τη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος ἘπιρνύτιοςΖεὺς ἐν Κρήτῃ οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν ότι το ρ. θα μπορούσε να αναχθεί σε αρχικό αμάρτυρο τ. *ἴρνημι (πρβλ. κίρνημι: κεράννυμι*). Το ρ. ὄρνυμι έχει αθέματο αόρ. ὦρτο με μτχ. ὄρμενος), (πρβλ. ἀραρίσκω: ἄρμενος), ενώ ο σπάνιος θεματικός αόρ. ὤρετο ερμηνεύεται μερικώς από τις ανάγκες τού μέτρου. Το ὄρνυμι έχει επίσης ένσιγμο αόρ. ὦρσα (πρβλ. ἀραρίσκω: ἦρσα, κύρω: ἔκυρσα) και θεματικό αόρ. με διπλασιασμό ὤρορε (πρβλ. ἤνεγκον). Ο παρακμ. τού ρήματος ὄρωρα έχει σχηματιστεί με επανάληψη τού αρκτικού φωνήεντος και ημιφώνου και έκταση τού ριζικού φωνήεντος (πρβλ. ἄρηρα, ὄλωλα). Το ὄρνυμι εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη μορφή ορτι- και συχνότερα ορσι- (κατ' επίδραση τού ένσιγμου αορίστου ὦρσα) σε σύνθ. προσηγορικά (πρβλ. ορσίκτυπος, ορσι-νεφής) και ανθρωπωνύμια (πρβλ. Ορτί-λοχος, Ορσί-λαος, Ορσί-μαχος) στα οποία το α' συνθετικό επέχει πιθ. θέση δράστη ενεργείας. Το ρ. επίσης εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη μορφή -ορτος (πρβλ. θέ-ορτος, νέ-ορτος, πέδ-ορτος, κονί-ορτος) και σε ελάχιστα σιγμόληκτα σύνθ. σε -ώρης (πρβλ. νε-ώρης*). Στο θ. τού ὄρνυμι ανάγεται πιθανότατα η λ. όρος* (ΙΙ) «βουνό». Από την οικογένεια τού ορνυμι στη Νέα Ελληνική έχει επιβιώσει μόνο η λ. ορμή* και τα παράγωγά της].
Dictionary of Greek. 2013.